ευπρήων

ευπρήων
εὐπρήων, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραία ακρωτήρια
2. πετρώδης, με απότομα βράχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρηών «ακρωτήριο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”